- σαββάτωσις
- -ώσεως, και σαββώ, -οῡς, ἡ, Α(στην Αίγυπτο) ονομασία νόσου με έδρα την περιοχή τού περινέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατον + κατάλ. -ωσις μέσω ενός ρ. *σαββατῶ, -όω. Ο τ. σαββώ αποτελεί λ. τού καθημερινού λεξιλογίου με κατάλ. -ώ].
Dictionary of Greek. 2013.